- αφηνίαση
- η (Α ἀφηνίασις)ο αφηνιασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφηνιάσῃ — ἀφηνιάσηι , ἀφηνίασις fem dat sg (epic) ἀφηνιάζω refuse to obey the reins aor subj mid 2nd sg ἀφηνιάζω refuse to obey the reins aor subj act 3rd sg ἀφηνιάζω refuse to obey the reins fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφηνιάζω — ίασα, ιασμένος 1. (για άλογα), δεν υπακούω στον καβαλάρη, αλλά τρέχω ακατάσχετα όπου τύχει: Το άλογο αφήνιασε κι έριξε κάτω τον καβαλάρη. 2. (για ανθρώπους), παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, το παρακάνω: Ο προϊστάμενος κάποια στιγμή αφήνιασε και δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)